- συνεπιδιδῶσι
- σύν , ἐπί-δίδημιbindpres subj act 3rd plσύν-ἐπιδίδωμιgive besidespres subj mp 2nd sg (epic)σύν-ἐπιδίδωμιgive besidespres subj act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπιδίδωσι — σύν ἐπιδίδωμι give besides pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιδίδωμι — Α 1. παραδίδω κάτι εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς ἡδέως σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», Πολ.) 2. συμμετέχω στην επίδοση αίτησης 3. προσφέρω μαζί («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῡντι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ θεός», Θεμίστ.) 4. προάγομαι μαζί με κάποιον («ἡ τῆς… … Dictionary of Greek